- μετριοπαθείας
- μετριοπαθείᾱς , μετριοπάθειαrestraint over the passionsfem acc plμετριοπαθείᾱς , μετριοπάθειαrestraint over the passionsfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
αμετρία — η (Α ἀμετρία) [ἄμετρος] έλλειψη μέτρου, υπερβολή, δυσαναλογία, ασυμμετρία (αντίθ. τού συμμετρία) αρχ. 1. έλλειψη μέτρου ή μετριοπάθειας 2. άπειρο, αμέτρητο πλήθος … Dictionary of Greek
απάθεια — Αδιαφορία, αναλγησία, αναισθησία, ηρεμία, ψυχραιμία. (Ιατρ.) Παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται με ολοκληρωτική αδιαφορία προς τα εξωτερικά συμβαίνοντα που προσπίπτουν στην αντίληψη, και την άμβλυνση ή την απουσία των συγκινησιακών αντιδράσεων… … Dictionary of Greek
μετριοπάθεια — η (Α μετριοπάθεια, Α διαφ. τ. μετριοπαθία) [μετριοπαθής] 1. η ιδιότητα τού μετριοπαθούς, περιορισμός τού πάθους, εγκράτεια, αυτοσυγκράτηση, μετριοφροσύνη («οὐδὲ ὅσον ἦν φρόνημα τῇ ψυχῇ μετὰ πρᾳότητος καὶ μετριοπαθείας», Πλούτ.) 2. έλλειψη… … Dictionary of Greek
Αμπού Μπακρ — (573 – Μεδίνα 634).Πρώτος Άραβας χαλίφης. Αρχικά έμπορος, έγινε οπαδός του Μωάμεθ, τον οποίο ακολούθησε κατά τη φυγή στη Μεδίνα και έγινε πεθερός του ύστερα από τον γάμο της κόρης του Αϊσά με τον Μωάμεθ. Μετά τον θάνατο του Προφήτη εξελέγη σχεδόν … Dictionary of Greek
Βάιτσμαν, Χαΐμ — (Chaim Weizmann, Μοτιίλ, Ρωσία 1874 – Ρέχοβατ, Ισραήλ 1952). Εβραίος πολιτικός και επιστήμονας, αρχηγός του σιωνιστικού κινήματος. Καθηγητής της χημείας στο πανεπιστήμιο της Γενεύης (1900 3) και του Μάντσεστερ (1904 16), έλαβε την αγγλική… … Dictionary of Greek
Κλάρεντον, κόμης του- — (Εarl of Clarendon). Τίτλος που αποδόθηκε στις οικογένειες Άγγλων ευγενών των Χάιντ και Βίλιερς στην Αγγλία. 1. Έντουαρντ Χάιντ (Edward Hyde, 1609 – 1674). Άγγλος πολιτικός και ιστορικός, Α’ κ. του Κ. Σπούδασε νομικά στην Οξφόρδη και διετέλεσε… … Dictionary of Greek
Υψηλάντης — I Επώνυμο παλιάς και αρχοντικής φαναριώτικης οικογένειας, γνωστής κυρίως για τη δράση της στη Μολδοβλαχία και τον ηγετικό της ρόλο στην Επανάσταση του 1821. Η προέλευση της ήταν από την Τραπεζούντα και οι παραδόσεις μιλούν για μερικά μέλη της που … Dictionary of Greek